- αναλυγγιάζω
- 1. κλαίω με λυγμούς2. έχω δυσάρεστο αίσθημα στον οισοφάγο που προέρχεται από λιπαρό φαγητό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + λυγγιάζω < αρχ. λύγξ, -γγός «λόξυγγας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναλυγγίζω — αναλυγγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λυγγίζω < αρχ. λύγξ, γγός «λόξυγγας»] … Dictionary of Greek